Εύα Τόδα


    Facebook Google Twitter

    ΕΝΑ ΤΟΠΙΟ

    Είναι Αύγουστος, σχεδόν αρχές Φθινοπώρου. Βρίσκομαι σε μια απομονωμένη παραλία και τα κιτρινοκόκκινα φύλλα του Φλεβάρη έχουν απλωθεί σε ολόκληρη τη θάλασσα. Ο ήλιος αρχίζει να δύει και ο ουρανός έχει πάρει ένα ροζαλό χρώμα. Τα σύννεφα είναι πυκνά και σου δίνουν μια αίσθηση ασφάλειας και ηρεμίας. Η άμμος είναι χρυσαφένια και απαλή. Η θάλασσα είναι ήρεμη σαν λάδι, όμως οι γλάροι που πετάν στον ουρανό προκαλούν στη θάλασσα μικρά κυματάκια. Έχουν σχηματίσει έναν δακτύλιο τριγύρω από τον σκούρο πορτοκαλί ήλιο. Απέναντι από τη θάλασσα ξεπροβάλλει ένα μικρό χωριουδάκι και τα χρώματα από τις σκεπές των σπιτιών φαίνονται σαν μικροί λόφοι. Η θάλασσα μυρίζει έντονα. Μαζί με την μυρωδιά από τα καμμένα ξύλα, στα τζάκια των σπιτιών σε προκαλεί να την μυρίσεις. Αισθάνεσαι σαν να πετάς μαζί με τους γλάρους. Το τοπίο είναι μαγικό. Αγγίζοντας την απαλή άμμο, μυρίζοντας αυτή την περίεργη μυρωδιά που σε καλεί να την εξερευνήσεις νιώθεις μοναδική. Είναι σίγουρα ένα μέρος που το χρειάζεσαι για να ξεκουραστείς και να ξεφύγεις από την καθημερινότητα. 

    ~


    Συνάντηση 4η


    Ο ΔΙΑΒΟΛΟΒΟΟΚΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

    Μια φορά και έναν καιρό σε έναν άλλο κόσμο που δεν τον ήξερε κανένας άνθρωπος, κανένα φυτό και κανένα ζώο υπήρχε η Α+Δ. Ήταν η πιο παράξενη, η πιο αλλόκοτη πόλη που μπορούσε να φανταστεί κανείς. Αλλά παρόλα αυτά ήταν αγαπημένη. Ο βασιλιάς των Αγγέλων και η βασίλισσα των Διαβόλων ήταν αδέλφια!

    Από μικροί ήταν πολύ διαφορετικοί αλλά ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον και όσο και αν διαφωνούσαν στο τέλος τα έβρισκαν. Έτσι αποφάσισαν να ιδρύσουν μια πόλη που θα έβαζε τέλος στον μακροχρόνιο πόλεμο, που άγγελοι και διάβολοι θα ήταν μονιασμένοι. Στην αρχή ήταν δύσκολο αλλά σιγά – σιγά με την έμπνευση, με την βοήθεια και την αλληλοϋποστήριξη τους τα κατάφεραν. Όλοι κατάλαβαν πως δεν είναι άσχημες οι διαφορετικές απόψεις και πως η μονοτονία είναι βαρετή. Όλοι εκτός από έναν. 

    Ο Διαβολομπούκης ήταν πιστός στις παλιές του αρχές. Του άρεσαν τα ψέματα, οι σκανταλιές, η δυστυχία, οι ζουζουνιές και οι συκοφαντίες. Μισούσε την αλήθεια, τους καλούς τρόπους, το δίκιο, τη βοήθεια και πάνω απ’ όλα το διάβασμα. Ήταν πάτος στα μαθήματα, χαιρόταν όταν έπαιρνε 0 και ήταν ο πρώτος στις φάρσες. Δεν μπορούσε όμως με τίποτα να βλέπει την ευτυχία στους άλλους. Ένιωθε πως τα τόσα χρόνια μιζέριας και δυστυχίας που τόσο πολύ τα αγαπούσε πήγανε χαμένα. Έτσι την νύχτα της εορταστικής γιορτής των 100 χρόνων συμφιλίωσης πήγε στην πύλη των ανθρώπων και με ένα απαλό πήδημα βρέθηκε στον κεντρικό δρόμο. Από εκείνη την ώρα άρχισαν σιγά – σιγά όλα να καταστρέφονται. Έφαγε όλους τους κουραμπιέδες που ήταν προορισμένοι για τον Άγιο Βασίλη και κατέστρεψε τα Χριστούγεννα. Άλλαξε τον χρόνο μπερδεύοντας τους δείκτες του Μπιγκ Μπεν, ίσιωσε τον Πύργο της Πίζας και σμίκρυνε τον Πύργο του Άιφελ. 

    Η καταστροφή μαθεύτηκε μέσα σε δευτερόλεπτα αλλά κανένας δεν είχε αποδείξεις. Ο βασιλιάς των Αγγέλων άρχισε να κατηγορεί τον Διαβολομπούκη, αλλά η βασίλισσα υποστήριξε τον μονάκριβο γιο της. Η αντιπαράθεση ήταν τόσο έντονη που μέσα από μια μοναχά λέξη ξέσπασε πόλεμος. Κανένας δεν έκανε πίσω, άγγελοι και διάβολοι έγιναν ξανά εχθροί. Υπήρξαν πολλές μάχες αλλά η πιο σημαντική ήταν ο πόλεμος των λέξεων. Η αιτία αυτού του πολέμου ήταν πως ο κάθε άνθρωπος πρέπει ή δεν πρέπει να διαβάζει βιβλία. Σε αυτόν τον πόλεμο σκοτώθηκαν πολλά γράμματα, πολλοί τόνοι και ερωτηματικά και πολλές παρενθέσεις. Οι ομοιοκαταληξίες, τα ποιήματα και οι περιλήψεις δεν μπόρεσαν να αντέξουν. Ήταν σκέτη καταστροφή. Ο Διαβολομπούκης όμως κατάλαβε το λάθος του. Όρισε ανακωχή και ζήτησε συγγνώμη από τους δυο λαούς. Όμως η μάχη έμεινε στην ιστορία ως ο πόλεμος των λέξεων. Ο Διαβολομπούκης γράφτηκε σε νυχτερινό σχολείο και σώθηκε η ανθρωπότητα από τα σατανικά χέρια του.

    ~

    Συνάντηση 6η & 7η

    ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ;

    Μια φορά υπήρχε μια πριγκίπισσα που την λέγαν Ζωή και ήταν ευτυχισμένη. Έβλεπε τον λαό της να προσπαθεί και να αγωνίζεται, έβλεπε τον ήλιο να ανατέλλει, έβλεπε τα παιδιά να κοιμούνται και να ονειρεύονται τα πιο γλυκά όνειρα του κόσμου. Τι άλλο θα μπορούσε να θέλει; Όμως κάθε πρωί ξυπνούσε με ένα ερωτηματικό. Ποια είμαι και τι κάνω σ' αυτόν τον κόσμο ρωτούσε κάθε πρωί την μητέρα της. Αυτή την καθησύχαζε και με ένα γλυκό νανούρισμα την ηρεμούσε. Αλλά πάλι σαν μια ταινία που γυρνούσε και γυρνούσε και ποτέ δεν σταματούσε ξυπνούσε το άλλο πρωί και έλεγε πάλι τα ίδια λόγια. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα ήταν απογοητευμένοι, δεν ήξεραν τι να κάνουν με την μονάκριβή τους κόρη. Όμως σαν να μην τους έφτανε αυτό το πρόβλημα, ο λαός άρχιζε να παραπονιέται. Έλεγε κακά λόγια για την βασιλική οικογένεια, αμφισβητούσε τις αποφάσεις της και θεωρούσε τρελή την κόρη τους. Άρχιζε τελικά να χάνεται η ηρεμία. Κανένας δεν είχε γλυκά όνειρα, ο ήλιος έπαψε να ανατέλλει, διότι τον κάλυπτε το πυκνό σύννεφο του εγωισμού. Ώσπου μια μέρα τελικά η μικρή Ζωή έφυγε από το παλάτι, παίρνοντας μαζί της μόνο την αγαπημένη της μπλε κορδέλα. Αυτή η κορδέλα ήταν κάτι ξεχωριστό για εκείνη. Έδειχνε όλα τα συναισθήματα. Το κάθε συναίσθημα αντιστοιχούσε σε μια απόχρωση του μπλε. Ήταν κάτι μαγικό. Όμως το βασικότερο θέμα που την απασχολούσε ήταν το πως θα ζήσει και τι της επιφύλασσε το μέλλον. Μια μέρα καθώς προχωρούσε βρήκε στον δρόμο ένα παρατημένο άλογο. Αυτό το άλογο είχε χρυσαφί χαίτη και μπλε πέταλα. Δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί! Ανέβηκε πάνω του και άρχισε να καλπάζει με μανία. Τίποτα δεν την σταματούσε. Μετά από λίγη ώρα άρχισε να νιώθει σαν να πετάει στον αέρα. Πραγματικά πετούσε. Δεν ήξερε το πως και ούτε την ένοιαζε. Ένιωθε ελεύθερη και η χαρά την έλουζε ολόκληρη. Όμως ξαφνικά η χαρά σταμάτησε την πορεία της και η λύπη πήρε την θέση της. Καθώς περνούσε από διάφορες χώρες έβλεπε τους ανθρώπους λυπημένους, να είναι κλεισμένοι μες στα σπίτια τους. Έβλεπε ανθρώπους να είναι υπερβολικά χαρούμενοι και να μην νοιάζονται για τίποτα. Έτσι έβγαλε την μπλε της κορδέλα και με ένα απαλό φύσημα μοίρασε σε κάθε χώρα ένα συναίσθημα. Σε αυτήν που ήταν λυπημένη έδωσε χαρά, σε αυτήν που ήταν φυλακισμένη έδωσε ελευθερία και ισότητα και σε αυτήν που ήταν χαρούμενη, μοίρασε λίγη λύπη για να έρθουν όλα σε μια ισορροπία. Έτσι όλο αυτό το μπλε έγινε μια απέραντη θάλασσα και κάθε φορά που οι άνθρωποι ξεχνούσαν και έφευγαν από τον σωστό τον δρόμο, η θάλασσα με ένα κύμα τους έφερνε στην σωστή τη θέση. Για αυτό υπήρχε η Ζωή, για να μοιράζει την ζωή σε όλους!!

    ~

    Συνάντηση 12η


    Πιστεύω, στο αύριο που όσο πικρό και αν είναι δίνει μία ελπίδα.
    Πιστεύω, στα εμπόδια που μας μοιράζει η ζωή, για να προχωρήσουμε παρά πέρα πιο δυνατοί και πιο σίγουροι για τον εαυτό μας.
    Πιστεύω, στο ψέμα που όσο και αν είναι μοχθηρό μας δείχνει πόσο σημαντική είναι η ελπίδα.
    Πιστεύω, στην ειρήνη που μας κρατάει δυνατούς.
    Πιστεύω, στην ημέρα, πιστεύω στην νύχτα που είναι που είναι κάτι διαφορετικό, κάτι μαγικό.
    Πιστεύω, στην θάλασσα και στον ουρανό που είναι οι σύμμαχοί μας για να εκπληρώσουμε τα ανεκπλήρωτα ταξίδια μας.
    Πιστεύω, στον χρόνο, όσο σκληρός και αν είναι.
    Πιστεύω, στον άνθρωπο και στις δυνατότητές του.

    Πιστεύω, στο γέλιο των παιδιών που γελάνε συνέχεια, ακόμα και αν δεν ξέρουν το γιατί.


    ~

    Συνάντηση 13η


    Απελπίζομαι, για τους ανθρώπους που δεν ξέρουν που να ψάξουν την αλήθεια.
    Ελπίζω να μην σκίσω μόνη μου τα κομμάτια της καρδιάς μου. 

    Θαυμάζω την φωτιά που σώζει τους τιποτένιους ανθρώπους.
    Απογοητεύομαι όταν βλέπω το τρένο της ειρήνης να περνά και να μην σταματάει στην πόρτα μου.
    Πονάω όταν γεννάω το ψέμα.
    Μιλώ με την γλώσσα της ψυχής μου.

    Leave a Reply